σειρηνίς

σειρηνίς
και δωρ. τ. σηρηνίς, -ίδος, ἡ, ΜΑ
1. όμοια με σειρήνα
2. στον πληθ. αἱ σειρηνίδες και σηρηνίδες
οι σειρήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρήν, -ῆνος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. Παρνασσ-ίς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σειρηνίς — Siren like fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σειρηνίδα — Σειρηνίς Siren like fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σειρηνίδας — Σειρηνίς Siren like fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σειρηνίδες — Σειρηνίς Siren like fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”